- έλικα
- ηβλ. έλικας, ο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἑλίκα — Ἑλίκᾱ , Ἑλίκη fem nom/voc/acc dual Ἑλίκᾱ , Ἑλίκη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλίκα — ἑλίκᾱ , ἑλίκη winding fem nom/voc/acc dual ἑλίκᾱ , ἑλίκη winding fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… … Dictionary of Greek
Ελίκα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 394 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται κοντά στα παράλια, ΝΑ του όρμου της Ξυλής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοϊών … Dictionary of Greek
Ἕλικα — Ἕλιξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλικα — ἕλιξ 1 twisted masc/fem acc sg ἕλιξ 2 anything which assumes a spiral shape fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερχείλια έλικα — (Ανατ.) Έλικα που σχηματίζεται στο εμπρόσθιο μέρος του κάτω βρεγματικού λοβίου του εγκέφαλου και που αποτελεί το ακουστικό κέντρο του λόγου … Dictionary of Greek
ἑλικάων — ἑλικά̱ων , ἑλίκη winding fem gen pl (epic aeolic) ἑλικά̱ων , ἑλικός eddying masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλίκας — Ἑλίκᾱς , Ἑλίκη fem acc pl Ἑλίκᾱς , Ἑλίκη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλίκας — ἑλίκᾱς , ἑλίκη winding fem acc pl ἑλίκᾱς , ἑλίκη winding fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)